Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θέληση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 volontà ~f~ καλή θέληση να 'χεις και θα τα καταφέρεις == se hai buona volontà, ce la farai
2 forza di volontà έχει σιδερένια θέληση == ha una volontà di ferro
3 volontà ~f~, deside`rio ~m~, vole`re ~m~ τον παντρεύτηκε παρά τη θέλησή της == lo ha sposato contro il proprio volere | αυτές ήταν oι τελευταίες θελήσεις του πατέρα μου == queste sono state le ultime volontà di mio padre

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θελημένος θελκτικά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η δύναμη θέλησης = forza [θηλ.] di volontà


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---