Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθέμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 argome`nto ~m~, tema ~m~, questio`ne ~f~ μπαίνω στο θέμα == entrare in argomento | αλλάζω θέμα == cambiare argomento | επίκαιρο θέμα == tema d'attualità | είναι θέμα χρόνου == è una questione di tempo 2 scuola domanda ~f~, argome`nto ~m~ di un co`mpito scritto το θέμα της έκθεσης == il titolo del tema, l'argomento della composizione scritta | τα θέματα της χημείας δεν ήταν εύκολα == i compiti di chimica non erano facili 3 linguistica tema ~m~, radi`ce ~f~ 4 ogge`tto ~m~, tema ~m~, argome`nto το θέμα της διατριβής του ήταν η μινωική τέχνη == l'arte minoica è stata l'oggetto della sua dissertazione | δε μ' αρέσει το θέμα αυτού του βιβλίου == non mi piace l'argomento di questo libro 5 musica tema ~m~, moti`vo ~m~ παραλλαγές σ'ένα θέμα == variazioni sul tema+++έρχομαι στο θέμα == venire al dunque, venire al nocciolo della questione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |