Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπλημμυρίζω
ρήμα 1 affollare 2 allagare 3 dilagare 4 inondare 5 invadere 6 irrompere 7 riboccare (vi) 8 rigurgitare (vi) 9 soffondere (vt) 10 sommergere (vt) 11 spagliare (vi) 12 straboccare (vi) 13 straripare (vi) 14 traboccare 15 tracimare 16 dar di fuori permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |