Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπληρότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 compiutezza 2 completezza 3 consistenza 4 densità 5 integrità 6 interezza 7 piena 8 pienezza 9 plenum 10 profondo 11 ripienezza 12 sazietà permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |