Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπλήρης
επίθετο 1 pieno 2 [μη ελλιπτής] completo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη πλήρης διατροφή = pensione [θηλ.] completa Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |