Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πλήρης
επίθετο

1 pieno
2 [μη ελλιπτής] completo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πληρεξουσιότητα πληρότητα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η πλήρης διατροφή = pensione [θηλ.] completa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---