Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπληρώνω
ρήμα μεταβατικό pagare permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπληρώνω με δόσεις = pagare a rate || πληρώνω σε μετρητά = pagare in contanti Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |