Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πλημμυρισμένος
επίθετο

1 alluvionato
2 grosso
3 inondato
4 sommerso
5 sott'acqua

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πλημμύρισμα πλημμυροπαθής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---