Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πλημμύρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 allagamento
2 inondazione
3 proluvie
4 ribocco
5 rigurgito
6 sgorgo
7 spaglio
8 straripamento
9 tracimazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πλημμυρίζω πλημμυρισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---