Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


περιορίζομαι
ρήμα παθητικό

1 assottigliarsi
2 chiudere
3 limitarsi
4 moderarsi (vrifl)
5 raffrenarsi (vrifl)
6 restringersi (vrifl)
7 rinchiudersi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  περίοπτος περιορίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---