Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπεριοχή
ουσιαστικό θηλυκό 1 zona, territorio, regione (f) 2 sport area permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη μικρή περιοχή = area [θηλ.] di rigore Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |