Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


περιουσία
ουσιαστικό θηλυκό

patrimonio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  περιοστίτιδα περιούσιος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο φύλακας περιουσίας = guardia [θηλ.] giurata


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---