Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


περιορισμένος
επίθετο

1 cinto
2 circoscritto
3 confinato
4 contenuto
5 insufficiente
6 limitato
7 murato
8 rigoroso
9 ristretto
10 ristretto
11 sobrio
12 stretto
13 temperato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  περιορισμένα περιορισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---