Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ορμή
ουσιαστικό θηλυκό

1 [φόρα] slancio
2 [σφοδρότητα] furia
3 [ζωτικότητα] impulso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ορμέφυτο ορμηνεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---