Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ορμαθός
ουσιαστικό αρσενικό

1 accozzamento
2 ammassamento
3 ammasso
4 filza
5 infilata
6 infilzata
7 moltitudine
8 mucchio
9 resta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ορμάθισις ορμέμφυτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---