Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ορμητικότητα
ουσιαστικό θηλυκό

1 impeto
2 impetuosità
3 irruenza
4 robustezza
5 slancio
6 veemenza
7 violenza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ορμητικός ορμιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---