Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ορμώ
ρήμα αμετάβατο

1 affrettare
2 avventarsi
3 gettarsi
4 guizzare
5 irrompere
6 lanciarsi
7 piombare (vi)
8 scagliarsi (vrifl)
9 scaraventarsi (vrifl)
10 sferrarsi (vrifl)
11 slanciarsi (vrifl)
12 volare
13 fare irruzione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  όρμος ορμώμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---