Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ορμώμαι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ορμώμαι
ρήμα

1 derivare
2 emanare
3 originare (vi)
4 originarsi (vrifl)
5 provenire (vi)
6 rampollare (vi)

permalink
‹ ορμώ
όρνιθα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ορμόνη {ορμονών}
ορμονικός [επίθ.]
ορμονοθεραπεία {ορμονοθερ...
όρμος [ουσ αρσ ]
ορμώ {ορμάς... ...
ορμώμαι [ρ.]
όρνιθα {ορνίθων}
ορνιθαριό [ουσ ουδ.]
ορνιθοειδής [επίθ.]
ορνιθοθήρας [ουσ αρσ ]
ορνιθοκομία {χωρ. πληθ...
ορνιθοκομικός [επίθ.]
ορνιθοκόμος [ουσ αρσ και θηλ.]
ορνιθολογία {χωρ. πληθ...
ορνιθολογικός [επίθ.]
ορνιθολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
ορνιθόμυαλος [επίθ.]
ορνιθοσκαλίσματα {ορνιθοσκα...
ορνιθοτροφείο [ουσ ουδ.]
ορνιθοτροφία {χωρ. πληθ...


{{ID:ORMWMAI100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti