Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ορνιθοτροφία
ουσιαστικό θηλυκό

1 pollicoltura
2 allevamento di polli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ορνιθοτροφείο ορνιθοτρόφος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---