Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπλόκο
ουσιαστικό ουδέτερο

blocco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπλοκάρω μπλούζα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το μπλόκο στο δρόμο = posto [αρσ.] di blocco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---