Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμπλοκαρισμένος
επίθετο 1 inceppato 2 sbarrato permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαείμαι μπλοκαρισμένος = rimanere bloccato (traffico) Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |