Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπογιά
ουσιαστικό θηλυκό

1 tinta, vernice (f)
2 [παπουτσιών] lucido per scarpe

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπλοφατζής μπογιαντίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---