Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπλοκάρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 bloccaggio
2 catenaccio
3 esclusione
4 frenaggio
5 inceppamento
6 ingorgo
7 otturazione
8 sbarramento
9 schiacciamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπλοκ μπλοκαρισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---