Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλιμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 fame ~f~ έπεσε λιμός στην πολιορκημένη πόλη == la città assediata era alla fame 2 caresti`a ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |