Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιμοκτονία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 morte ~f~ causa`ta da manca`nza di nutrime`nto, il mori`re di fame, di ine`dia
2 caresti`a

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιμοκοντόρος λιμοκτονώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---