Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λινά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 biancheri`a ~f~
2 lineri`a ~f~
3 biancheri`a ~f~ di lino

λινό  
ουσιαστικό ουδέτερο

tessu`to ~m~ di lino

λίνο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λίνον]

λίνον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λίνο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λίμπρο λινάρι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---