Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λινάτσα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 canova`ccio ~m~
2 tela ~f~ canapi`na
3 tela ~f~ di ca`napa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιναρόσπορος λινέλαιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---