Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιμπίζομαι  
ρήμα παθητικό

1 ave`re una gran vo`glia di λιμπίζομαι ένα παγωτό == ho una gran voglia di gelato
2 me`ttere gli occhi addo`sso a qualcu`no, desidera`re ardenteme`nte in senso ero`tico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λίμπερο λιμπίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---