Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιγούρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 αναγούλα na`usea ~f~, senso ~m~ di vo`mito
2 πείνα languo`re ~m~, languide`zza ~f~ di sto`maco
3 ((figurato)) vo`glia ~f~, deside`rio ~m~ μ'έπιασε μια λιγούρα! == me n' è venuta una voglia! && την έπιασαν οι λιγούρες == ha le voglie (di gestante)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιγουλάκι λιγουρεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---