Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλιγούρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 αναγούλα na`usea ~f~, senso ~m~ di vo`mito 2 πείνα languo`re ~m~, languide`zza ~f~ di sto`maco 3 ((figurato)) vo`glia ~f~, deside`rio ~m~ μ'έπιασε μια λιγούρα! == me n' è venuta una voglia! && την έπιασαν οι λιγούρες == ha le voglie (di gestante) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |