Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λήζινγκ
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [λίζινγκ]

λίζινγκ  
ουσιαστικό ουδέτερο

economia leasing ~m~ /λίζινγκ/

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λήγων ληθαργικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---