Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιγοψυχώ  
ρήμα αμετάβατο

1 manca`re di cora`ggio, mostra`rsi vile
2 sveni`re, veni`re meno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιγόψυχος λιγυρός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---