Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιθοβολισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

lapidazio`ne ~f~ σκότωσαν τη μοιχαλίδα διά λιθοβολισμού == hanno lapidato l' adultera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιθοβολία λιθοβολώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---