Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιγουρεύομαι  
ρήμα παθητικό

1 ave`re senso di vo`mito, ave`re vo`glia di rime`ttere, di vomita`re
2 ave`re un languo`re di sto`maco
3 ((+ accusativo)) mori`re dalla vo`glia di, aver (la) vo`glia di, desidera`re intensame`nte, ave`re l' acquoli`na in bo`cca λιγουρευόμουν μια φέτα καρπούζι == morivo dalla voglia di una fetta d'anguria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιγούρα λιγουρευτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---