Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λίφτιγκ  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 lifting ~m~, ritidectomi`a ~f~
2 ((figurato)) interve`nto ~m~ migliorativo, resta`uro ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λίτρο λιχνίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---