Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιώμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

solo nelle espressioni: κάνω, γίνομαι λιώμα == ridurre, ridursi in poltiglia e είμαι λιώμα == essere uno straccio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιχούσα λιωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---