Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λοβός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 anatomia lobo ~m~ (dell'ore`cchio); lo`bulo ~m~
2 anatomia lobo ~m~ οι λοβοί του εγκεφάλoυ == i lobi cerebrali
3 botanica bacce`llo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λοβιώδης λοβοτομή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---