Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λειώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [λιώνω]

λιώνω  
ρήμα αμετάβατο

1 scio`gliersi το χιόνι έλιωσε == la neve si è sciolta
2 ridu`rsi in polti`glia τα σύκα λιώσανε στην τσάντα == nella sporta, i fichi si sono ridotti in poltiglia
3 consuma`rsi, logora`rsi έλιωσαν οι σόλες των παπoυτσιών μου == mi si sono consumate le suole delle scarpe
4 ((figurato)) stru`ggersi λιώνω απ' τον καημό μου == struggersi per il dolore && λιώνω από έρωτα == struggersi d'amore && έχω λιώσει στα πόδια μου == non mi reggo in piedi dalla stanchezza

λιώνω
ρήμα μεταβατικό

1 scio`gliere, fo`ndere λιώνω το βούτυρo στο τηγάνι == sciogliere il burro nella padella
2 ridu`rre in polti`glia, passa`re λιώνω πατάτες για να φτιάξω πουρέ == passare le patate per preparare un pourè
3 logora`re, consuma`re πολύ γρήγορα το 'λιωσες το παντελόνι σου! == li hai logorati in fretta i tuoi pantaloni!
4 ((figurato)) consuma`re, logora`re, ridu`rre uno stra`ccio η αρρώστια τον έλιωσε == la malattia lo ha consumato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λειψυδρία λεκάνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---