Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιχουδιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 golosità ~f~
2 leccorni`a ~f~, ghiottoneri`a ~f~ η μητέρα μάς ετoίμασε ένα σωρό λιχουδιές == la mamma ci ha preparato un sacco di leccornie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιχούδης λιχουδιές  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---