Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλιτότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 semplicità ~f~, misu`ra ~f~, sobrietà ~f~ η λιτότητα του δωρικού κίονα == la sobrietà della colonna dorica 2 di persona frugalità ~f~, sobrietà ~f~, parsimo`nia ~f~ 3 politica economia austerità ~f~ πολιτική λιτότητας == politica di austerità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |