Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεπτουργική  
ουσιαστικό θηλυκό

1 falegnameri`a ~f~
2 giuntatri`ce ~f~
3 lavo`ro ~m~ da certosi`no

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεπτότητα λεπτουργός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---