Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλεπτός
επίθετο 1 αδύνατος magro του αρέσουν οι λεπτές γυναίκες == gli piacciono le donne magre 2 κομψός sotti`le, minu`to λεπτά δάχτυλα == dita sottili && λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου == fattezze minute 3 slancia`to, snello έχει λεπτό σώμα, αλλά χοντρά πόδια == ha il corpo slanciato ma le gambe grosse 4 fine λεπτή άμμος == sabbia fine 5 di liquidi non denso 6 ελαφρύς delica`to, gra`cile, e`sile αυτό το παιδάκι έχει πολύ λεπτή κράση == questo bambino è di costituzione molto delicata 7 di oggetti εύθραυστος fine, fra`gile λεπτό ποτήρι == bicchiere fine 8 fine, acu`to λεπτή ακοή == udito fine 9 di suoni sotti`le, acu`to λεπτή φωνή == voce sottile 10 di odori delica`to, fine λεπτό άρωμα == profumo delicato 11 ((figurato)) di persona fine, dai modi raffina`ti είναι πολύ λεπτός άνθρωπος == è una persona molto fine 12 ((figurato)) delica`to, che richie`de tatto, prude`nza λεπτό θέμα == argomento delicato && λεπτή χειρουργική επέμβαση == delicato intervento chirurgico && λεπτό πνεύμα == spirito, mente sottile && λεπτή ειρωνία == sottile ironia && λεπτά γούστα == gusti raffinati λεπτότατος επίθετο superlativo di [λεπτός] λεπτότερος επίθετο comparativo di [λεπτός] λεφθός επίθετο variante di [λεπτός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |