Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλεπτότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 sottiglie`zza ~f~ 2 snelle`zza ~f~ 3 fine`zza ~f~, delicate`zza ~f~, tatto ~m~ χειρίστηκε το θέμα με μεγάλη λεπτότητα == ha trattato l'argomento con grande delicatezza λεφτότητα ουσιαστικό θηλυκό variante di [λεπτότητα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |