Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεπταίνω  
ρήμα αμετάβατο

1 di cose diventa`re (più) sotti`le
2 di persone dimagri`re, diventa`re (più) magro πώς λέπτυνες έτσι; == come hai fatto a dimagrire così?

λεπταίνω
ρήμα μεταβατικό

1 assottiglia`re, re`ndere (più) sotti`le λεπταίνω μια μεταλλική πλάκα == assottigliare una lastra metallica && λεπταίνω τη μύτη ενός μολυβίού == assottigliare la punta di una matita
2 smagri`re, re`ndere (più) magro αυτό το φόρεμα σε λεπταίνει == questo vestito ti smagrisce

λεπτύνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [λεπταίνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεπτά λεπτεπίλεπτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---