Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεπτεπίλεπτος  
επίθετο

1 molto sotti`le, fini`ssimo, delica`to ένα λεπτεπίλεπτo βάζο πoρσελάνης == un vaso di porcellana finissima
2 di persona gra`cile, mingherli`no, di costituzio`ne delica`ta, di salu`te cagione`vole
3 ((figurato)) di persona schizzino`so, lezio`so, svene`vole

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεπταίνω λεπτό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---