Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλεπτομέρεια
ουσιαστικό θηλυκό particola`re ~m~, detta`glio ~m~ προσέχει και την παραμικρή λεπτομέρεια == cura, nota anche i minimi dettagli && κολλώ, χάνομαι σε περιττές λεπτομέρειες == perdersi in particolari inutili λεπτομέρειες ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός dettagli ~mp~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |