Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λέρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sporci`zia ~f~, sporco ~m~
2 ((figurato)) perso`na ~f~ so`rdida, gretta, sporca δεν ξέρεις τι λέρα είναι αυτός == non sai che persona sporca egli sia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λέπυρο λερναίος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---