Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λερώνομαι
ρήμα παθητικό

sporcarsi

λερώνω  
ρήμα αμετάβατο

sporca`rsi το χαλί λέρωσε == il tappeto si è sporcato

λερώνω
ρήμα μεταβατικό

1 sporca`re τα παιδιά λέρωσαν το τραπεζoμάντιλo == i bambini hanno sporcato la tovaglia
2 ((figurato)) macchia`re, infanga`re λέρωσε την τιμή της οικογένειας == ha macchiato l'onore della famiglia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λερωμένος λεσβία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---