Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΛετονή
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Λετονός] Λετονός ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ della Letto`nia, le`ttone ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |