Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλείβγω
ρήμα αμετάβατο variante di [λείπω] λείπω ρήμα αμετάβατο 1 manca`re; e`ssere asse`nte; assenta`rsi δεν πρέπει να λείψεις απ' τη γιορτή == non devi mancare alla festa && ζήτησες την άδεια για να λείψεις; == hai chiesto il permesso di assentarti? 2 manca`re; e`ssere lonta`no, fuo`ri sede λείπει στα ξένα == si trova all'estero && o διευθυντής λείπει ταξίδι == il direttore è, si trova in viaggio 3 manca`re του λείπει ένα πεντακoσάρικo == gli mancano 500 dracme && τι σου λείπει για να 'σαι ευτυχισμένoς; == cosa ti manca per essere felice? 4 manca`re; mori`re πώς να ξεχάσω αυτούς που λείψανε για πάντα; == come potrei dimenticare coloro che ci hanno lasciati per sempre? 5 ((figurato)) manca`re; tralasciare δε θα λείψω να τoυς ευχαριστήσω == non mancherò di ringranziarli && λίγο έλειψε να… == mancò poco che… && αυτό μας έλειπε! == ci mancherebbe altro! && (μόνο) αυτός μας έλειπε τώρα! == ci mancava solo lui! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |