Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλειτούργημα
ουσιαστικό ουδέτερο uffi`cio, professio`ne ~f~ socialme`nte u`tile, missio`ne ~f~ sociale, ministe`ro ~m~ τo λειτούργημα του δικαστή == l'ufficio di magistrato && το λειτούργημα του δασκάλού == la missione dell'insegnante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |