Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλειτουργός
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό funziona`rio ~m~, mini`stro ~m~ κρατικός λειτουργός == funzionario statale && λειτουργός του Υψίστου == ministro di Dio, sacerdote && οι λειτουργοί της Θέμιδoς == gli organi della magistratura permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο κοινωνικός λειτουργός = assistente [αρσ.] sociale Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |