GrecoItaliano


λειτουργός  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

funziona`rio ~m~, mini`stro ~m~ κρατικός λειτουργός == funzionario statale && λειτουργός του Υψίστου == ministro di Dio, sacerdote && οι λειτουργοί της Θέμιδoς == gli organi della magistratura

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο κοινωνικός λειτουργός = assistente [αρσ.] sociale



Sfoglia il dizionario




{{ID:LEITOYRGOS100}}
---CACHE---